Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελάττωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελάττωσ|η <-εις> [ɛˈlatɔsi] SUBST θηλ

1. ελάττωση (μείωση):

ελάττωση
Verringerung θηλ

2. ελάττωση (κατέβασμα: τιμής, μισθού):

ελάττωση
Herabsetzung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский