Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελαφραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελαφραίνω

ελαφραίνω s. ελαφρώνω

Βλέπε και: ελαφρώνω

I . ελαφρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛlaˈfrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ελαφρώνω και μτφ (ανακουφίζω):

2. ελαφρώνω (τιμωρία, πόνο):

II . ελαφρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛlaˈfrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. ελαφρώνω (γίνομαι ελαφρότερος):

2. ελαφρώνω (ανακουφίζομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский