Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραβάτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραβάτης (παραβάτισσα) [paraˈvatis, paraˈvatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. παραβάτης (νόμου):

παραβάτης (παραβάτισσα)
Übertreter(in) αρσ (θηλ)
παραβάτης (παραβάτισσα)

2. παραβάτης (στη γλώσσα της γραφειοκρατίας):

παραβάτης (παραβάτισσα)

3. παραβάτης (υπόσχεσης):

παραβάτης (παραβάτισσα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский