Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρ|αβάλλω <-άβαλα [ή -έβαλα], -αβλήθηκα> [paraˈvalɔ] VERB μεταβ

παραβάλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский