Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρ|αβαίνω <-άβηκα [ή -έβην] > [paraˈvɛnɔ] VERB μεταβ

1. παραβαίνω (λόγο, υπόσχεση, όρκο):

παραβαίνω

2. παραβαίνω (νόμο):

παραβαίνω το νόμο

3. παραβαίνω (συμφωνία, κανόνα):

παραβαίνω

Παραδειγματικές φράσεις με παραβαίνω

τηρώ/παραβαίνω τους κανόνες
παραβαίνω το νόμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский