Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραβιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραβιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [paraviˈazɔ] VERB μεταβ

1. παραβιάζω (πόρτα, παράθυρο):

παραβιάζω

2. παραβιάζω (όρκο):

παραβιάζω

3. παραβιάζω (νόμο):

παραβιάζω

4. παραβιάζω (κανόνα):

παραβιάζω

Παραδειγματικές φράσεις με παραβιάζω

τηρώ/παραβιάζω την ανακωχή
παραβιάζω ανοιχτές πόρτες
παραβιάζω μια σφραγίδα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский