Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοίρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοίρα [ˈmira] SUBST θηλ

2. μοίρα (μερίδιο):

μοίρα
Anteil αρσ
νόμιμη μοίρα ΝΟΜ
Pflichtteil αρσ

4. μοίρα ΝΑΥΣ:

μοίρα
Geschwader ουδ

5. μοίρα ΣΤΡΑΤ:

μοίρα
Staffel θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский