Ελληνικά » Γερμανικά

κρατούντες [kraˈtundɛs] SUBST αρσ πλ

die Regierenden αρσ πλ

Κρατήρας [kraˈtiras] SUBST αρσ (αστερισμός)

κρατικ|ός <-ή, -ό> [kratiˈkɔs] ΕΠΊΘ

άρχοντας (αρχόντισσα) [ˈarxɔndas, arˈxɔndisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. άρχοντας (αξιοπρεπής κύριος, κυρία):

vornehmer Herr αρσ
vornehme Dame θηλ

2. άρχοντας (καταγόμενος από διακεκριμένο γένος):

Adlige(r) mf

3. άρχοντας (εξουσιαστής):

Herrscher(in) αρσ (θηλ)

δράκοντας [ˈðrakɔndas] SUBST αρσ

1. δράκοντας:

Drache αρσ

2. δράκοντας ΑΣΤΡΟΝ:

Drache αρσ
κρατισμός αρσ ΠΟΛΙΤ
Etatismus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский