Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άρχοντας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άρχοντας (αρχόντισσα) [ˈarxɔndas, arˈxɔndisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. άρχοντας (αξιοπρεπής κύριος, κυρία):

άρχοντας (αρχόντισσα)
vornehmer Herr αρσ
άρχοντας (αρχόντισσα)
vornehme Dame θηλ

2. άρχοντας (καταγόμενος από διακεκριμένο γένος):

άρχοντας (αρχόντισσα)
Adlige(r) mf

3. άρχοντας (εξουσιαστής):

άρχοντας (αρχόντισσα)
Herrscher(in) αρσ (θηλ)
ζω σαν άρχοντας

Παραδειγματικές φράσεις με άρχοντας

ζω σαν άρχοντας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский