Γερμανικά » Ελληνικά

II . vor|nehmen irr VERB αυτοπ ρήμα sich vornehmen

3. vornehmen (zur Rede stellen):

Παραδειγματικές φράσεις με vornehme

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский