Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σχεδιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σχεδ|ιάζω <-ίασα, -ιάστηκα, -ιασμένος> [sçɛðiˈazɔ] VERB μεταβ

1. σχεδιάζω (ιχνογραφώ):

σχεδιάζω

2. σχεδιάζω (ετοιμάζω, κάνω το πρώτο σχέδιο):

σχεδιάζω

3. σχεδιάζω μτφ (σκοπεύω):

σχεδιάζω
σχεδιάζω να μετακομίσω

Παραδειγματικές φράσεις με σχεδιάζω

σχεδιάζω να μετακομίσω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский