Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προγραμματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προγραμματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔɣramaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. προγραμματίζω (κάνω σχέδια):

προγραμματίζω

2. προγραμματίζω (συσκευή) Η/Υ:

προγραμματίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский