Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταπιάνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταπιά|νομαι <-στηκα> [kataˈpçanɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

καταπιάνομαι με κάτι (ασχολούμαι)
καταπιάνομαι με κάτι (αρχίζω)

Παραδειγματικές φράσεις με καταπιάνομαι

καταπιάνομαι με κάτι (ασχολούμαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский