Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασχολούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασχολ|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [asxɔˈlumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

2. ασχολούμαι (έχω ως επάγγελμα):

ασχολούμαι με τον τουρισμό

Παραδειγματικές φράσεις με ασχολούμαι

ασχολούμαι με τον τουρισμό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский