Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταπαύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κατ|απαύω <-έπαυσα> [kataˈpavɔ] VERB μεταβ

1. καταπαύω (σταματώ):

καταπαύω

2. καταπαύω (θέτω τέρμα):

καταπαύω κάτι

II . κατ|απαύω <-έπαυσα> [kataˈpavɔ] VERB αμετάβ (σταματώ)

καταπαύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский