Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταπατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταπατ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katapaˈtɔ] VERB μεταβ

1. καταπατώ (παραβιάζω):

καταπατώ

2. καταπατώ (παραβιάζω επίμονα):

καταπατώ

3. καταπατώ (σφετερίζομαι):

καταπατώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский