Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταξιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καταξιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kataksiˈɔnɔ] VERB μεταβ (καλλιτέχνη, αθλητή)

καταξιώνω

II . καταξιώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (επιστήμονας)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский