Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κραυγαλέος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κραυγαλέ|ος <-α, -ο> [kravɣaˈlɛɔs] ΕΠΊΘ

1. κραυγαλέος (αδικία):

κραυγαλέος

2. κραυγαλέος (ανάγκη):

κραυγαλέος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский