Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όχημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όχημα [ˈɔçima] SUBST ουδ

1. όχημα (μεταφορικό μέσο):

όχημα
Fahrzeug αρσ
επιβατικό όχημα
Personenwagen αρσ
επιβατικό όχημα
Pkw αρσ
Raumfahrzeug ουδ
δίκυκλο όχημα
Zweirad ουδ
Nutzfahrzeug ουδ
Pkw αρσ
φορτηγό όχημα
Lastwagen αρσ
φορτηγό όχημα
Lkw αρσ
Fahrzeughalter(in) αρσ (θηλ)

2. όχημα (βαγόνι):

όχημα
Wagen αρσ
όχημα
Waggon αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский