Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άνοιγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άνοιγμα [ˈaniɣma] SUBST ουδ

1. άνοιγμα (πράξη: γενικά):

άνοιγμα
Öffnung θηλ

2. άνοιγμα (λογαριασμού, καταστήματος):

άνοιγμα
Eröffnung θηλ
άνοιγμα καταστήματος
άνοιγμα λογαριασμού

3. άνοιγμα (κενό):

άνοιγμα
Öffnung θηλ

4. άνοιγμα (φούστας: σχισμή):

άνοιγμα
Schlitz αρσ

5. άνοιγμα (φτερών: απόσταση από άκρη σε άκρη):

άνοιγμα
Spannweite θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με άνοιγμα

άνοιγμα ουδ καταστήματος
άνοιγμα ουδ επιτοκίων
άνοιγμα λογαριασμού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский