Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άνοια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άνοια [ˈania] SUBST θηλ

άνοια
γεροντική άνοια
Senilität θηλ
γεροντική άνοια
senile Demenz θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με άνοια

Senilität θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский