Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασφάλεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασφάλεια [asˈfalia] SUBST θηλ

1. ασφάλεια (σιγουριά, εγγύηση για δάνειο):

ασφάλεια
Sicherheit θηλ
δημόσια ασφάλεια
διεθνής ασφάλεια
οδική ασφάλεια
παγκόσμια ασφάλεια

2. ασφάλεια (εταιρεία, σύμβαση):

ασφάλεια
Versicherung θηλ
απλή ασφάλεια (ασφάλεια ζημιών τρίτων)
ασφάλεια γήρατος
μερική ασφάλεια
ασφάλεια ατυχημάτων
ασφάλεια αυτοκινήτων
ασφάλεια ζωής
ασφάλεια κλοπής
ασφάλεια νοσηλείας
ασφάλεια πυρός

3. ασφάλεια ΗΛΕΚ:

ασφάλεια (μηχανισμός) (όπλου)
Sicherung θηλ
κάηκε η ασφάλεια
αλλάζω την ασφάλεια
κεντρική ασφάλεια

4. ασφάλεια (στο αυτοκίνητο):

ασφάλεια πόρτας

Παραδειγματικές φράσεις με ασφάλεια

ασφάλεια θηλ λειτουργίας
ασφάλεια θηλ δικαίου
δημόσια ασφάλεια
ασφάλεια νοσηλείας
ασφάλεια πυρός
κεντρική ασφάλεια
ασφάλεια πόρτας
διεθνής ασφάλεια
οδική ασφάλεια
παγκόσμια ασφάλεια
απλή ασφάλεια (ασφάλεια ζημιών τρίτων)
ασφάλεια γήρατος
μερική ασφάλεια
ασφάλεια ατυχημάτων
ασφάλεια αυτοκινήτων
ασφάλεια ζωής
ασφάλεια κλοπής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский