Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σολ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σολ [sɔl] SUBST ουδ αμετάβλ ΜΟΥΣ

σολ
G ουδ
σολ μινόρε
σολ δίεση
Gis ουδ
σολ ύφεση
Ges ουδ
κλειδί ουδ του σολ
κλειδί ουδ του σολ
G-Schlüssel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σολ

σολ δίεση
Gis ουδ
σολ ύφεση
Ges ουδ
κλειδί ουδ του σολ
Ces/Des/Es/Fes/Ges/Aes/B ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский