Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακολουθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακολουθ|ώ <-είς [ή -άς], -ησα, -ήθηκα> [akɔluˈθɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

1. ακολουθώ (και: δρόμο, συμβουλή, μόδα):

ακολουθώ κάποιον/κάτι

2. ακολουθώ (η αστυνομία τον κλέφτη):

ακολουθώ κάποιον

3. ακολουθώ (διαταγές):

ακολουθώ κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский