Ελληνικά » Γερμανικά

I . γίν|ομαι <-α, -ωμένος> [ˈjinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

2. γίνομαι (λαμβάνω ύπαρξη):

γίνομαι

6. γίνομαι (φτιάχνομαι):

γίνομαι

7. γίνομαι (ωριμάζω):

γίνομαι

8. γίνομαι (στο μαγείρεμα):

γίνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский