I. ganz [gants] ΕΠΊΘ
1. ganz (gesamt, vollständig):
2. ganz (ziemlich):
3. ganz οικ (unbeschädigt):
5. ganz ΜΑΘ:
- ganz
-
II. ganz [gants] ΕΠΊΡΡ
3. ganz (völlig):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.