κιόλας [ˈcɔlas] ΕΠΊΡΡ
1. κιόλας (ήδη):
- κιόλας
-
2. κιόλας (επιπλέον):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.