Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χά|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxanɔ] VERB μεταβ

2. χάνω (τρένο, ταινία, ενδιαφέρον περιστατικό):

χάνω

3. χάνω (ευκαιρία):

χάνω

II . χά|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxanɔ] VERB αμετάβ (σε παιχνίδι, δίκη, μάχη)

III . χάνομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. χάνομαι (εξαφανίζομαι για πάντα):

3. χάνομαι (καταστρέφομαι):

4. χάνομαι (πεθαίνω σε καταστροφή):

5. χάνομαι (χάνω το δρόμο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский