Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φουσκώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φουσκώ|νω <-σα, -μένος> [fusˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. φουσκώνω (μπαλόνι):

φουσκώνω
τα φουσκώνω (υπερβάλλω)

2. φουσκώνω (σαμπρέλα):

φουσκώνω

3. φουσκώνω (στομάχι, έντερα):

φουσκώνω

4. φουσκώνω (ο αέρας τα πανιά):

φουσκώνω

II . φουσκώ|νω <-σα, -μένος> [fusˈkɔnɔ] VERB αμετάβ

1. φουσκώνω (διογκώνομαι):

φουσκώνω

2. φουσκώνω μτφ (κάνω τον καμπόσο):

φουσκώνω

3. φουσκώνω (γάλα):

φουσκώνω

4. φουσκώνω (ζυμάρι):

φουσκώνω

Παραδειγματικές φράσεις με φουσκώνω

τα φουσκώνω (υπερβάλλω)
φουσκώνω σαν (το) παγόνι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский