Ελληνικά » Γερμανικά

ακόμα [aˈkɔma], ακόμη [aˈkɔmi] ΕΠΊΡΡ

1. ακόμα (χρονικό):

ακόμα
ακόμα δεν ήρθε, δεν ήρθε ακόμα
όχι ακόμα
χθες ακόμα εδώ ήταν
ακόμα χθες τον είδα

2. ακόμα (ποσοτικό):

ακόμα
λίγο γάλα ακόμα, ακόμα λίγο γάλα

3. ακόμα (επιτατικό):

ακόμα καλύτερος, ακόμα πιο καλός

ιδιωτισμοί:

ακόμα και αν ήθελα

Παραδειγματικές φράσεις με ακόμα

ακόμα καλύτερος, ακόμα πιο καλός
όχι ακόμα
ακόμα δεν ήρθε, δεν ήρθε ακόμα
λίγο γάλα ακόμα, ακόμα λίγο γάλα
και πού είσαι ακόμα!
ακόμα/έστω κι αν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский