Oxford Spanish Dictionary
harto1 (harta) ΕΠΊΘ
1.1. harto (cansado, aburrido):
2.1. harto (mucho) προσδιορ τυπικ:
2.2. harto (mucho) προσδιορ λατινοαμερ excep. RíoPl :
harto2 ΕΠΊΡΡ
1.1. harto (modificando un adjetivo):
1.2. harto (modificando un adjetivo):
στο λεξικό PONS
I. harto (-a) ΕΠΊΘ
I. harto (-a) [ˈar·to, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.