Oxford Spanish Dictionary
ventaja ΟΥΣ θηλ
1. ventaja (beneficio, provecho):
2. ventaja (en una carrera):
στο λεξικό PONS
ventaja ΟΥΣ θηλ tb. ΑΘΛ
ventaja [ben·ˈta·xa] ΟΥΣ θηλ tb. ΑΘΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.