Oxford Spanish Dictionary
rojo1 (roja) ΕΠΊΘ
1.1. rojo color/vestido:
2.2. rojo μειωτ ΠΟΛΙΤ (en la Guerra Civil española):
- rojo (roja)
-
rojo2 ΟΥΣ αρσ
carne ΟΥΣ θηλ
1.1. carne:
2.1. carne (de una persona):
2.2. carne <carnes fpl > (gordura):
στο λεξικό PONS
carne ΟΥΣ θηλ
1. carne (del cuerpo, pulpa):
2. carne (alimento, plato):
carne [ˈkar·ne] ΟΥΣ θηλ
1. carne (del cuerpo):
2. carne (alimento):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.