Oxford Spanish Dictionary
nor [αμερικ nɔr, βρετ nɔː, nə] ΣΎΝΔ
I. neither [αμερικ ˈniðər, ˈnaɪðər, βρετ ˈnʌɪðə, ˈniːðə] ΣΎΝΔ
1. neither:
2. neither (nor):
II. neither [αμερικ ˈniðər, ˈnaɪðər, βρετ ˈnʌɪðə, ˈniːðə] ΕΠΊΘ
III. neither [αμερικ ˈniðər, ˈnaɪðər, βρετ ˈnʌɪðə, ˈniːðə] ΑΝΤΩΝ
στο λεξικό PONS
-
- nor
-
- nor
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.