Oxford Spanish Dictionary
I. adult [αμερικ əˈdəlt, ˈædˌəlt, βρετ ˈadʌlt, əˈdʌlt] ΟΥΣ
II. adult [αμερικ əˈdəlt, ˈædˌəlt, βρετ ˈadʌlt, əˈdʌlt] ΕΠΊΘ
1. adult (physically mature):
3. adult (suitable for adults):
- clinging adult
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.