Oxford Spanish Dictionary
moreno1 (morena) ΕΠΊΘ
1. moreno [ser] persona:
pan ΟΥΣ αρσ
1. pan ΜΑΓΕΙΡ:
I. moreno2 (morena) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. moreno (persona de pelo oscuro):
στο λεξικό PONS
I. moreno (-a) ΕΠΊΘ
I. moreno (-a) [mo·ˈre·no, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.