I. vor·sich·tig ΕΠΊΘ
1. vorsichtig (umsichtig):
2. vorsichtig (zurückhaltend):
II. vor·sich·tig ΕΠΊΡΡ
1. vorsichtig (umsichtig):
2. vorsichtig (zurückhaltend):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.