I. ge·glie·dert ΡΉΜΑ
gegliedert μετ παρακειμ: gliedern
II. ge·glie·dert ΕΠΊΘ
1. gegliedert (eingeteilt):
3. gegliedert (unterteilt):
I. glie·dern [ˈgli:dɐn] ΡΉΜΑ μεταβ
I. glie·dern [ˈgli:dɐn] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.