II. duss·lig, duß·ligπαλαιότ [ˈdʊslɪç] οικ ΕΠΊΡΡ
I. dumm <dümmer, dümmste> [dʊm] ΕΠΊΘ
2. dumm (unklug, unvernünftig):
3. dumm (albern):
4. dumm (ärgerlich, unangenehm):
II. dumm <dümmer, dümmste> [dʊm] ΕΠΊΡΡ
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.