Straße
- dreispurige Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- einbahnige [o. ungeteilte] Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- einbahnige [o. ungeteilte] Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- einbahnige [o. ungeteilte] Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- einmündende Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- einmündende Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- mehrspurige Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- untergeordnete Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- untergeordnete Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- untergeordnete Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
Stra·ße <-, -n> [ˈʃtra:sə] ΟΥΣ θηλ
1. Straße:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.