στο λεξικό PONS
Spre·cher(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Sprecher (Wortführer):
3. Sprecher ΡΑΔΙΟΦ, TV:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.