στο λεξικό PONS
Jagd <-, -en> [ja:kt] ΟΥΣ θηλ
1. Jagd (das Jagen):
He·raus·ge·ber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
In·fek·ti·ons·schutz·ge·setz <-es, -e>, IfSG ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.