στο λεξικό PONS
Nenn·wert·ak·tie <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Text·um·stel·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Zeit·um·stel·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Kost·um·stel·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Stel·lungs·su·chen·de(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Um·stel·lungs·sa·che ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Um·stel·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Umstellung (Übergang):
2. Umstellung (Anpassung an veränderte Verhältnisse):
Um·stel·lungs·kos·ten ΟΥΣ πλ ΟΙΚΟΝ
- Umstellungskosten beim Datum
-
Wäh·rungs·um·stel·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
nennwertlos ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Nennwertstufe ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Nennwert ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Nennwertaktie ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Euro-Umstellung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Euro-Umstellungsregel ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Umstellung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Umstellungsaufwand ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Umstellungsprozess ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Umstellung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Moralvorstellungen ΟΥΣ θηλ πλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Senkrechtaufstellung ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ, ΥΠΟΔΟΜΉ
Schrägaufstellung ΠΕΡΙΒ, ΥΠΟΔΟΜΉ
Dienstplanerstellung öffentlicher Verkehr, ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ
Fahrplanerstellung öffentlicher Verkehr, ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ
Leerlaufstellung (Getriebe)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.