στο λεξικό PONS
Um·stel·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Umstellung (Übergang):
2. Umstellung (Anpassung an veränderte Verhältnisse):
- Umstellung
-
-
- Umstellung θηλ <-, -en>
-
- Umstellung θηλ <-, -en>
-
- Umstellung θηλ <-, -en>
-
- Avoirdupoissystem ουδ (angloamerikanisches Gewichtssystem vor der Umstellung auf das metrische System)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.