στο λεξικό PONS
Gü·ter·ge·mein·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Völ·ker·ge·mein·schaft <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
Er·zeu·ger·ge·mein·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
So·li·dar·ge·mein·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Klos·ter·ge·mein·de <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Rechts·ge·mein·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Zweck·ge·mein·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Gemeinschaftsbesitz ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Gütergemeinschaft ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
gemeinschaftlich ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Gemeinschaftswährung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Zugewinngemeinschaft ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Gemeinschaftsdepot ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Gefahrengemeinschaft ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Gewinngemeinschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
öffentliche Gemeinschaft ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
europäische Gemeinschaftswährung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Weinschaumsauce ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Gemeinsamkeiten ΟΥΣ θηλ πλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Fahrgemeinschaft (mit Kleinbussen)
- Fahrgemeinschaft ΔΗΜΟΣΚ, ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ, ΠΕΡΙΒ
-
- Fahrgemeinschaft ΔΗΜΟΣΚ, ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ, ΠΕΡΙΒ
-
Gemeinschaftstaxi ΔΗΜ ΣΥΓΚ
Eigenschaft ΥΠΟΔΟΜΉ
Einschaltzeitpunkt
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Notlaufeigenschaft
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Klosettpapier
- Klospülung
- Kloß
- Kloßbrühe
- Kloster
- Klostergemeinschaft
- Klostergut
- Klosterkapelle
- Klosterkirche
- klösterlich
- Klosterpforte