com·mu·nal [ˈkɒmjʊnəl, kəˈmju:-, αμερικ kəˈmju:-, ˈkɑ:mjə-] ΕΠΊΘ
1. communal (shared):
2. communal (of racial communities):
3. communal (of religious communities):
- communal
-
- communal prayer
-
communal ΕΠΊΘ
- communal tap
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.