I. ge·schäft·lich [gəˈʃɛftlɪç] ΕΠΊΘ
1. geschäftlich ΟΙΚΟΝ:
II. ge·schäft·lich [gəˈʃɛftlɪç] ΕΠΊΡΡ
- geschäftliche Stagnierung
-
- geschäftliche Unterlagen
-
- geschäftliche Transaktion
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- geschäftliche Unterlagen
- berufliche/geschäftliche Tätigkeit
- geschäftliche Stagnierung
- geschäftliche Transaktion