στο λεξικό PONS
Erb·schaft <-, -en> [ˈɛrpʃaft] ΟΥΣ θηλ
Steu·er1 <-s, -> [ˈʃtɔyɐ] ΟΥΣ ουδ
1. Steuer ΑΥΤΟΚ:
2. Steuer ΝΑΥΣ:
Steu·er2 <-, -n> [ˈʃtɔyɐ] ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Erbschaft ΟΥΣ θηλ
- Ausschlagung der Erbschaft ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
Erbschaft ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
S/N ΟΥΣ θηλ
S/N συντομογραφία: Spot Next ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Spot Next ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.