Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. solide [sɔlid] ΕΠΊΘ
II. solide [sɔlid] ΟΥΣ αρσ
2. solide (fiable):
στο λεξικό PONS
I. solide [sɔlid] ΕΠΊΘ
2. solide (résistant):
3. solide (sûr):
4. solide (robuste, vigoureux):
I. solide [sɔlid] ΕΠΊΘ
2. solide (résistant):
3. solide (sûr):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.