Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
reliable [βρετ rɪˈlʌɪəb(ə)l, αμερικ rəˈlaɪəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- reliable car, machine, memory, account
-
- reliable information
-
- thoroughly convincing, dangerous, clean, reliable
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.